ΣΑΒΒΑΤΟ 27/4/2024

ΣΗΜΕΡΑ ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΝ

ΧΑΝΙΑ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΒΡΙΣΚΕΣΤΕ ΕΔΩ: ΕΙΔΗΣΕΙΣ » ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

27/8/2017

Μαλάθυρος Κισάμου Χανίων: Το Χρονικό μιας Θυσίας

Μαλάθυρος Κισάμου Χανίων: Το Χρονικό μιας Θυσίας

Αύγουστος 1944 στην Κίσαμο.

* Της Ζαχαρένιας Σημανδηράκη

Τρεις εστίες Γερμανών βρίσκονται κοντά στο χωριό Μαλάθυρος στην Κίσαμο των Χανίων: στις Βουκολιές, στον Κουρφαλώνα και στην Επισκοπή. ΄Οπως γίνεται σχεδόν πάντα, κάποια προδοσία φανερώνει πως ανάμεσα στο χωριό Μεσαύλια και στη Μαλάθυρο βρίσκεται φυλάκιο ΄Αγγλων που διαθέτει ασύρματο και ομάδα δολιοφθορών, με την οποία συνεργάζονται οι Μαλαθυριανοί.

Και ξεκινούν οι Γερμανοί στις 27 Αυγούστου από τον Κουρφαλώνα και την Επισκοπή, ενώ η ομάδα των Βουκολιών διασπάται – οι μισοί μένουν στην κωμόπολη, ενώ οι υπόλοιποι, πεζοπορώντας δύσβατους δρόμους, φθάνουν στα Μεσαύλια και από εκεί αρχίζουν προσεχτικά να προχωρούν προς τη Μαλάθυρο. Νύχτα φθάνουν στους λόφους και στις λαγκαδιές γύρω από το χωριό. Σαν πουλιά αρπαχτικά, σαν τσακάλια, περιμένουν το ξημέρωμα. Και σαν παίρνει να χαράζει στο πεντακάθαρο στερέωμα, αρχίζουν να στενεύουν τον κλοιό, να ζώνουν το μισοκοιμισμένο ακόμη χωριό.

Χάραμα της Δευτέρας 28ης Αυγούστου 1944 οι Γερμανοί μπαίνουν στο χωριό, χωρίς να δείξουν τις προθέσεις τους. Μα ύστερα από λίγο με φωνές και βρισιές, με χτύπους στις πόρτες, αρχίζουν συλλήψεις και συγκεντρώνουν τον πληθυσμό. Βάζουν αλλού τα γυναικόπαιδα κι αλλού τους άντρες. Τρείς γειτονιές του χωριού γίνονται τόποι συγκέντρωσης: Τα Μπαμπουνιανά, το Πάνω Χωριό και τα Μπαχαδιανά.

Κλάματα γυναικών, φωνές παιδιών και συγκρατημένος θυμός των δεμένων ανδρών, αντηχούν στις γειτονιές. Καλά πληροφορημένοι οι Γερμανοί απαιτούν να μάθουν: Πού είναι το Αγγλικό φυλάκιο, πού είναι ο ασύρματος, ποιοί Μαλαθυριανοί συνεργάζονται με τους ΄Αγγλους και ποιά είναι τα σχέδιά τους; Μα κανείς δε μιλά. Λυσσούν οι Γερμανοί κι αρχίζουν τους ξυλοδαρμούς, αλλά και το πλιατσικολόγημα – ρούχα, φαγώσιμα, ζώα και πολύ περισσότερο πολύτιμα πράγματα αλλάζουν ιδιοκτήτες και περνούν με βία στα χέρια των Ναζήδων. Αυτή η φοβερή κατάσταση κρατά όλη μέρα.

Χωρίς κανένα αποτέλεσμα στις ανακρίσεις, χωρίς κανένα θετικό στοιχείο, γύρω στις πέντε το απόγευμα, οι Γερμανοί συγκεντρώνουν τις τρείς ομάδες των αιχμαλώτων ανδρών στην τοποθεσία Διπόταμο. Προχωρούν μπροστά με τα χέρια στο σβέρκο. Τους σπρώχνουν, τους χτυπούν, μα εκείνοι προχωρούν αγέρωχοι κι αποφασισμένοι. Τα ταχυβόλα για μια στιγμή ξερνούν φωτιά. Οι περισσότεροι βλέπουν και καταλαβαίνουν. Οι ριπές σημάδεψαν τον τόπο θυσίας. Μέσα στο Φαράγγι, τρία χιλιόμετρα περίπου απ' το χωριό, τους στήνουν στη σειρά – 62 κορμιά λεβέντικα, αντίκρυ στις μαύρες κάννες του εκτελεστικού αποσπάσματος.
6:30. Η Διαταγή. Τα πυρακτωμένα βλήματα που κουρνιάζουν στις σάρκες. Και ηρωϊκά κορμιά που γέρνουν στο χώμα, βάφοντάς το άλικο.

Μια ριπή πολυβόλου ξαναγαζώνει τα πεσμένα κορμιά. Οι εκτελεστές αρχίζουν να δίνουν τη χαριστική βολή στα κεφάλια των ανδρών. Δυο Γερμανοί, ο ένας από τη μια και άλλος από την άλλη μεριά της σειράς, οπλίζουν τα πιστόλια και πυροβολούν ένα – ένα τα ματωμένα κορμιά. Κάπου στη μέση ο ένας Γερμανός σταματά και φεύγει, βλέποντας τον συνάδελφό του να πλησιάζει. Φθάνει ο άλλος Γερμανός στο ίδιο σχεδόν σημείο. Σταματά μπροστά σε κορμί ολομάτωτο κι ασάλευτο, νομίζοντας πως αυτό έχει ήδη δεχτεί τη χαριστική βολή. Μα δεν είναι έτσι.

– «Ήταν δραματική κι εφιαλτική στιγμή για μένα», διηγιόταν ο παπά Γιάννης Καρτσωνάκης, μετέπειτα εφημέριος της Μαλαθύρου, που έχει φύγει από χρόνια για να συναντήσει τους 60 συγχωριανούς του. Την εποχή εκείνη δεν ήταν παπάς, μα λαϊκός, κι ο μόνος που γλύτωσε από τη μεγάλη σφαγή. «Τραυματισμένος και καταματωμένος από τους ξυλοδαρμούς και την εκτέλεση, δάγκωνα το χώμα, καθώς άκουγα δίπλα μου το ψυχορράγημα των συγχωριανών μου. αντιλήφθηκα τον Γερμανό μπροστά μου και προετοιμάστηκα για το τελειωτικό χτύπημα. Μα εκείνος έσκυψε και, πιάνοντας το χέρι μου, τράβηξε τον αρραβώνα από το δάχτυλό μου. Αλλά η βέρα δεν έβγαινε.

Νόμιζα πως θα καταλάβαινε πως ήμουν ακόμη ζωντανός ή πως θα μου έκοβε το δάχτυλο. Μα τελικά το δαχτυλίδι, μέσα στα αίματα, γλύστρισε στο χέρι του Γερμανού και εγώ έμεινα ακίνητος, αναίσθητος, δεν ξέρω για πόση ώρα, ώσπου άκουσα τις φωνές των γυναικών και διάκρινα τη μορφή της γυναίκας μου που ερχόταν κι έκλεισα πάλι τα μάτια, ανίκανος να κουνηθώ απ' τους πόνους, την εξάντληση, την αιμορραγία και τον ψυχικό κλονισμό που είχα υποστεί…»

Πικρή απογραφή της μεγάλης εκτέλεσης: Ολόκληρος ο αντρικός πληθυσμός του χωριού από 13 χρονών και πάνω, 61 άντρες, άλλοι πάνω στον ανθό της νιότης, άλλοι μεγαλύτεροι, ακόμη και παιδιά.

Γυναίκες και μικρά παιδιά κατεβαίνουν στο Φαράγγι, κλαίγοντας, μοιρολογώντας και ουρλιάζοντας. Κουβαλούν θρηνώντας, άγριες, ματωμένες οι γυναίκες τους νεκρούς τους στο χωριό – τα αδέλφια, τους πατεράδες, τους άντρες, τα παιδιά τους. Κι εκτυλίσσονται σκηνές αλλοφροσύνης, σκηνές που μόνο σε αρχαία τραγωδία θα μπορούσε κανείς να συναντήσει. Αυτές οι γυναίκες, οι τραγικές, ήταν που κράτησαν το χωριό – μαυροντύθηκαν, έσφιξαν τα χείλια, κατέβασαν το τσεμπέρι χαμηλά στα μάτια, έκαναν την καρδιά τους πέτρα και προχώρησαν μπροστά, περήφανες, αλύγιστες, για να δουλέψουν στα χωράφια, για να κρατήσουν τα σπιτικά τους, για ν' αναστήσουν τα μωροπαίδια τους.

Στο φεύγα τους οι Γερμανοί αφήνουν οικογένειες που ξεκληρίστηκαν κι απόμειναν χωρίς κανένα στήριγμα. Κι ένα χωριό να μοιρολογιέται σα γυναίκα, σαν αδελφή, σα μάνα:
– Μαλάθυρο, όμορφο χωριό, άξιο και τιμημένο,
και πούν΄οι γι' αντριωμένοι σου, τα όμορφα παλληκάρια;
– Μπαμπέσικα τα πιάσανε οι Γερμανοί οι σκύλοι
κι εκαταλύσανέ μου τα…

Η φοβερή εκτέλεση, μαζί με τόσα άλλα, πέρασε και καταχωρήθηκε στη λέξη «΄Εγκλημα» στο λεξικό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Και στη Μαλάθυρο, το ταπεινό χωριό που πρόσφερε τη μεγάλη θυσία στη Μάνα Ελλάδα καθιερώθηκε να γίνεται μνημόσυνο την τελευταία Κυριακή κάθε Αυγούστου στη μνήμη των ηρώων και να προσφέρεται σταυρόψωμο, κόλυβα και κρασί για τον αιώνιο αναπαμό των νεκρών και τη συγχώρεση των εκτελεστών τους.

Το μνημόσυνο τελούσε όλα αυτά τα επόμενα χρόνια ο μοναδικός επιζήσας, ο παπά Γιάννης Καρτσωνάκης. Εντύπωση προκαλούσε το γεγονός ότι έλεγε στη λειτουργία τα ονόματα των 61 νεκρών απ' έξω. ΄Όταν τον ρωτούσαν, έδινε την εξήγηση: «Πάω με το μυαλό μου στις γειτονιές του χωριού μου και χτυπώ τις πόρτες, στα εξήντα εκείνα σπίτια που ορφάνεψαν, και τους βλέπω να μου ανοίγουν και να με χαιρετούν όπως πριν συμβεί το κακό…»

*Η κ. Ζαχαρένια Σημανδηράκη είναι πρώην προϊσταμένη του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης.