Η ναυτιλία ξεπερνάει την κρίση με έσοδα 37,8 δισ. σε τρία χρόνια
Ύστερα από μια πολυετή κρίση η ελληνική ναυτιλία αρχίζει να ανακάμπτει σταδιακά με τα έσοδα από τις θαλάσσιες μεταφορές να κινούνται θετικά, αποτυπώνοντας την ανοδική τάση του παγκόσμιου εμπορίου, σύμφωνα με την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη νομισματική πολιτική.
Σε υψηλά μάλιστα επίπεδα για την Ελλάδα συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ανέρχονται οι εισπράξεις από την παροχή υπηρεσιών θαλάσσιων μεταφορών αγαθών, μια δραστηριότητα που συνδέεται άμεσα με την ποντοπόρο ναυτιλία.
Σύμφωνα με την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδoς για τη νομισματική πολιτική 2013-2014, την τριετία 2010-2012, η Δανία κατέγραψε τις υψηλότερες εισπράξεις (23,8 δισ. ευρώ ετησίως), ακολουθούμενη από τη Γερμανία (21,0 δισ. ευρώ) και την Ελλάδα (12,6 δισ. ευρώ). Ωστόσο, ως ποσοστό του ΑΕΠ, οι εισπράξεις για τη ?ανία διαμορφώθηκαν στο 9,9% και για την Ελλάδα στο 6,1%, ενώ για τη Γερμανία στο 0,8% και την ΕΕ-27 κάτω από 1,0%.
Την πενταετία 2004-2008 οι εισπράξεις στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών από την παροχή υπηρεσιών θαλάσσιων μεταφορών κατέγραψαν θεαματική άνοδο με μέσο ετήσιο ρυθμό 15% και ανήλθαν σε περίπου 18,0 δισ. ευρώ το 2008, που αποτελεί το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών.
Η άνοδος αυτή συνέβαλε καθοριστικά στον περιορισμό του συνεχώς διευρυνόμενου ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. ?στόσο, λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, οι εισπράξεις κατέγραψαν ετήσια πτώση κατά 30% το 2009 και έκτοτε έχει καταγραφεί περιορισμένη ανάκαμψη. Αναλυτικότερα, οι εισπράξεις από την παροχή υπηρεσιών θαλάσσιων μεταφορών την πενταετία 2009-2013 αντιστοιχούσαν στο 5,9% του ΑΕΠ, έχοντας μειωθεί από το υψηλό επίπεδο του 6,9% της προηγούμενης πενταετίας.
Παράλληλα, το μερίδιό τους στις συνολικές εισπράξεις από τις εξαγωγές υπηρεσιών περιορίστηκε μεταξύ των δύο πενταετιών κατά περίπου 5 εκατοστιαίες μονάδες στο 44%. Οι μέσες εισπράξεις ανά dwt ελληνόκτητου στόλου -σύμφωνα με την έκθεση της ΤτΕ- ανήλθαν σε περίπου 60 ευρώ, ενώ για την Ιαπωνία, με αντίστοιχο μέγεθος στόλου, σε 100 ευρώ περίπου, για τη Γερμανία σε 178 ευρώ και για την ΕΕ-27 σε 200 ευρώ.
Αν και οι παραπάνω αποκλίσεις μπορεί να οφείλονται στη διαφορετική διάρθρωση του στόλου κάθε χώρας, αποτελούν ένδειξη για τη δυνατότητα αύξησης των εισπράξεων της Ελλάδας από θαλάσσιες μεταφορές αγαθών.
Η ναυλαγορά
Οπως αναφέρεται στην έκθεση για τη νομισματική πολιτική, η ανάκαμψη του διεθνούς εμπορίου σε συνδυασμό με την επιβράδυνση των παραδόσεων νέων πλοίων συνέβαλαν στην ανάκαμψη των ναυλαγορών το 2013. Αν και το πρώτο εννεάμηνο του 2013 οι ναύλοι κατέγραφαν μικρή μείωση της τάξεως του 3,0%, η σημαντική άνοδος που σημειώθηκε το τέταρτο τρίμηνο του 2013, πρωτίστως στους ναύλους για τα πλοία μεταφοράς χύδην (ξηρού) φορτίου και δευτερευόντως για τα πετρελαιοφόρα, ανέτρεψε την αρνητική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί.
Η εκτιμώμενη περαιτέρω αύξηση του όγκου του διά θαλάσσης εμπορίου κατά περίπου 4,2% το 2014 και η συγκράτηση του ρυθμού ανόδου του παγκόσμιου στόλου κάτω από 4,0% δημιουργούν τις συνθήκες για την ανάκαμψη των ναύλων. Η τάση αυτή επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι το α' τρίμηνο του 2014 ο δείκτης εμπιστοσύνης της παγκόσμιας ναυτιλίας έχει επανέλθει στα προ της κρίσης επίπεδα και έχουν πλέον διαμορφωθεί προσδοκίες για υψηλότερους ναύλους σε όλους τους κλάδους της ναυτιλίας (χύδην φορτίου, πετρελαιοφόρων και μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων).
Εφόσον ο ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου στόλου διατηρηθεί στα τρέχοντα επίπεδα, οι ναύλοι αναμένεται να καταγράψουν ανοδική πορεία την επόμενη διετία.
Ωστόσο, η σημαντική αύξηση των παραγγελιών νέων πλοίων από τα μέσα του 2013 με εκτιμώμενη παράδοση κυρίως μετά το 2015 αναμένεται να αυξήσει την προσφορά μεταφορικής ικανότητας πιέζοντας τους ναύλους σε χαμηλότερα επίπεδα, σε περίπτωση που η ζήτηση δεν ανταποκριθεί επαρκώς. Το ενδεχόμενο αυτό μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη για την περαιτέρω ανάκαμψη του κλάδου μετά το 2015.
- Σύμφωνα με την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, οι εισπράξεις από την παροχή υπηρεσιών θαλάσσιων μεταφορών την πενταετία 2009-2013 αντιστοιχούσαν στο 5,9% του ΑΕΠ.