ΚΥΡΙΑΚΗ 11/5/2025

ΣΗΜΕΡΑ ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΝ

ΑΘΗΝΑ

ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΒΡΙΣΚΕΣΤΕ ΕΔΩ: ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ » ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ

4/7/2011

Ο Γιώργος Σμέρος για την Ζώνη προστασίας του Υμμητού

Γιώργος Σμέρος

Ο Γιώργος Σμέρος, περιφερειακός σύμβουλος Ανατ. Αττικής, συγχαίρει τον Πρόεδρο, το Δημοτικό Συμβούλιο αλλά και το Δήμαρχο, για την άρτια και κατατοπιστική οργάνωση εκδήλωση – συνέλευση, που πραγματοποίησαν για την

Ο Γιώργος Σμέρος, περιφερειακός σύμβουλος Ανατ. Αττικής, συγχαίρει τον Πρόεδρο, το Δημοτικό Συμβούλιο αλλά και το Δήμαρχο, για την άρτια και κατατοπιστική οργάνωση εκδήλωση – συνέλευση, που πραγματοποίησαν για την Ζώνη προστασίας του Υμμητού. Όπως ανακοίνωσε και σε χθεσινή του τοποθέτηση, στέλνει στο Δήμαρχο την μελέτη(προσέγγιση), που εκπόνησε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, κ. Παναγιώτης Δημόπουλος και προ ημερών κατέθεσε, στο γραφείο της Αντ/ρχη, κας Χρυσάνθης Κισκίρας. Σύμφωνα με τον κ. Σμέρο, αποτελεί ένα πολύ χρήσιμο «εργαλείο» στην προσπάθειά τους. Ακολουθεί η προαναφερθείσα μελέτη:

Τίτλος: Διαχείριση προστατευόμενων περιοχών (περιοχές απόλυτης προστασίας, προστασίας της φύσης και εθνικά πάρκα) & Διαχείριση ειδικών ζωνών διατήρησης (περιοχών Δικτύου NATURA 2000)


Εισαγωγή

Πρέπει να αντιδιαστείλουμε τις προστατευόμενες περιοχές [περιοχές απόλυτης προστασίας, προστασίας της φύσης και εθνικούς δρυμούς (εθνικά πάρκα)] από τις Ειδικές Ζώνες Διατήρησης του δικτύου NATURA 2000, διότι αποτελούν δύο θεσμοθετημένες καταστάσεις προστασίας με εντελώς διαφορετικούς σκοπούς και άλλη φιλοσοφία διαχείρισης (ΝΤΑΦΗΣ 2003).

Διαχείριση προστατευόμενων περιοχών εκτός δικτύου Natura 2000

Σκοπός: η διατήρηση των φυσικών οικοσυστημάτων και των λειτουργιών τους σε μια κατά το δυνατό φυσική κατάσταση δηλ. στην κατάσταση που θα ήταν χωρίς την ανθρώπινη επίδραση. Η δομή, η εξέλιξη και οι λειτουργίες των οικοσυστημάτων αφήνονται στους φυσικούς νόμους δίχως καμία ανθρώπινη επέμβαση.

Στις περιπτώσεις των περιοχών απόλυτης προστασίας, προστασίας της φύσης και των εθνικών δρυμών ή εθνικών πάρκων επιβάλλεται μια αυστηρή ζώνωση για τη διευθέτηση των χρήσεων και τη ρύθμιση των τυχόν υπαρχουσών δουλειών.

Συνήθως διακρίνονται δύο ζώνες:
 Ο πυρήνας της προστατευόμενης περιοχής στην οποία δεν επιτρέπεται καμία χρήση εκτός από την επιστημονική έρευνα και
 Η ρυθμιστική ζώνη (buffer zone) με σκοπό την προστασία του πυρήνα από ανθρώπινες δραστηριότητες που ασκούνται εκτός της προστατευόμενης περιοχής.

Διαχείριση Περιοχών του Οικολογικού Δικτύου “NATURA 2000”

Σκοπός: η εξασφάλιση μιας ικανοποιητικής κατάστασης διατήρησης, ανόρθωσης ή αποκατάστασης των τύπων οικοτόπων και των ενδιαιτημάτων των πληθυσμών των ειδών της Οδηγίας 92/43/ΕΕ, με την ιδιαίτερη έμφαση να δίνεται στους κινδυνεύοντες με εξαφάνιση οικοτόπους και είδη (είδη και οικότοποι προτεραιότητας). Σκοπός δεν είναι η δημιουργία αυστηρών φυσικών αποθεμάτων όπου απαγορεύονται οι ανθρώπινες δραστηριότητες. Αντίθετα, μια βασική αρχή είναι ότι ο άνθρωπος έχει έναν ενεργητικό ρόλο να παίξει, όπου ο άνθρωπος συμβάλει στην αύξηση της βιοποικιλότητας. Το Δίκτυο Natura 2000, περιλαμβάνει την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης.

Σαφής σκοπός του δικτύου είναι να μην απαλλαγούμε από τις ασκούμενες κοινωνικο-οικονομικές δραστηριότητες, αλλά να συνδυάσουμε τη βιοποικιλότητα και τις κοινωνικο-οικονομικές όψεις της πραγματικότητας στις περιοχές, που έτσι κι αλλιώς αποτελούν πυλώνες της βιώσιμης ανάπτυξης (ELO 2007, ETC 2008).

Τα βασικά εργαλεία της διαχείρισης των περιοχών του δικτύου NATURA 2000 είναι η παρακολούθηση, η ενημέρωση, η διαβούλευση και η συναίνεση.

Στις περιοχές του δικτύου Natura 2000 δεν είναι πάντα απαραίτητη η ζώνωση των χρήσεων. Οι δασοκομικές δραστηριότητες ασκούνται κανονικά όπως εξάλλου και όλες οι χρήσεις που ασκούνταν πριν από την ανακήρυξή τους. Σημαντικό εργαλείο για τη διαχείριση των ειδικών ζωνών διατήρησης είναι τα συμβόλαια (συμβάσεις) διαχείρισης.

Τα συμβόλαια (συμβάσεις) διαχείρισης συνάπτονται μεταξύ του Φορέα Διαχείρισης και των εδαφοκτημόνων της περιοχής. Αυτό γιατί σε αντίθεση με τις προστατευόμενες περιοχές οι οποίες ανήκουν στο δημόσιο, οι εκτάσεις των ειδικών ζωνών διατήρησης μπορεί να ανήκουν και σε ιδιώτες.
• Δεν λαμβάνεται a priori κανένα διοικητικό, ρυθμιστικό ή περιοριστικό μέτρο.
• Επιτρέπονται όλες οι προϋπάρχουσες χρήσεις διότι η βιοποικιλότητα δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε μαζί με αυτές.

Μόνο αν διαπιστωθεί, τεκμηριωμένα, μετά από παρακολούθηση, ότι κάποια από τις υπάρχουσες χρήσεις θέτει σε κίνδυνο την υπόσταση ενός τύπου οικοτόπου ή ενός ενδιαιτήματος ή αποτελεί απειλή για τον πληθυσμό ενός είδους της Οδηγίας, τότε θα πρέπει να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα, αλλά πάντοτε μετά από ενημέρωση, διαβούλευση και συναίνεση των ενδιαφερομένων.

Κύριοι σκοποί ίδρυσης των Εθνικών Πάρκων (υφιστάμενων και εκείνων που μελλοντικά θα ιδρυθούν), στο πλαίσιο του Οικολογικού Δικτύου Natura 2000 είναι:
• η ορθολογική διαχείριση (αειφορική) των φυσικών οικοτόπων,
• η προστασία και η ανάδειξη του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος,
• η εφαρμογή ενός μοντέλου ήπιας ανάπτυξης εναρμονισμένου στα επιμέρους περιβάλλοντα της κάθε περιοχής της Κύπρου με σεβασμό στην ευμάρεια των ανθρώπινων κοινωνιών που ζουν και αναπτύσσονται εδώ.

Η διαχείριση των Προστατευόμενων Περιοχών αποτελεί μια διαδικασία πολιτική και κοινωνική. Οι φορείς διαχείρισης εφόσον υπάρχουν ή οι κρατικές δομές που είναι επιφορτισμένες με αυτές τις αρμοδιότητες, έχουν βασικό σκοπό λειτουργίας την αειφόρο χρήση των οικοσυστημάτων της εκάστοτε προστατευόμενης περιοχής και τη συμβατή με την προστασία και διατήρηση, κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής

Η Προστασία της Φύσης και οι βιώσιμες μορφές ήπιας ανάπτυξης των υπό προστασία περιοχών του Δικτύου NATURA 2000 ως αρμονική συνύπαρξη, είναι η αντίληψη την οποία η κοινωνία πρέπει να αρχίσει να εμπεδώνει. Στη διαδικασία αυτή η συμβολή των υπηρεσιών των Υπουργείων Περιβάλλοντος και Αγροτικής Ανάπτυξης και των άλλων συναρμόδιων υπουργείων είναι μεγάλη και κυρίαρχη.

Είμαστε πλέον στη φάση έναρξης εφαρμογής μιας ολοκληρωμένης πολιτικής για την προστασία της φύσης των προστατευόμενων περιοχών σε συνδυασμό με τη βιώσιμη ανάπτυξη.

Η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης συνδέεται άμεσα με τη συνετή διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος και βασίζεται σε τρεις (3) προϋποθέσεις:
α) τη διατήρηση των συστημάτων που στηρίζουν τη ζωή,
β) τη διατήρηση της βιοποικιλότητας,
γ) τη βιώσιμη χρήση των φυσικών πόρων.

Η σωστή διαχείριση απαιτεί επιστήμη και τέχνη. Επομένως, το βασικό εργαλείο της διαχείρισης μιας περιοχής, το σχέδιο διαχείρισης είναι θέμα τόσο αξιόπιστης επιστημονικής τεκμηρίωσης, όσο και τέχνης του εφικτού, δηλ. της ικανότητας άριστης χρήσης των πόρων τους οποίους θα έχουν στη διάθεσή τους οι φορείς διαχείρισης, αλλά και της άμβλυνσης των συγκρουόμενων συμφερόντων.


ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ που σχετίζονται με την προστασία του ορεινού όγκου Υμηττού

Σε ποια από τις παραπάνω δύο περιπτώσεις προστατευόμενης περιοχής εντάσσεται ο ορεινός όγκος του Υμηττού;

Η περίπτωση της περιοχής του Υμηττού που ορίζεται στο ΠΔ για την προστασία του Υμηττού αποτελεί ένα συνδυασμό των παραπάνω δύο περιπτώσεων και πιο συγκεκριμένα:

Α) το σύνολο του κυρίως ορεινού όγκου του Υμηττού αποτελεί Τόπο Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ) στο πλαίσιο του δικτύου Natura 2000. Ο εν λόγω ΤΚΣ με την εφαρμογή Διαχειριστικού Σχεδίου θα μετατραπεί σε Ειδική Ζώνη Διατήρησης (ΕΖΔ), διαδικασία που με βάση την Ευρωπαϊκή νομοθεσία θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το 2012-2013. Το σύνολο του κυρίως ορεινού όγκου έχει ενταχθεί στη Ζώνη Α (περιοχή απόλυτης προστασίας της φύσης) με βάση το ΠΔ για την προστασία του Υμηττού,

Β) οι υπόλοιπες πεδινές και ημιορεινές περιοχές που ουσιαστικά βρίσκονται στα ριζά του Υμηττού, εντάσσονται στη Ζώνη Β (περιφερειακή ζώνη προστασίας, που είναι στην πραγματικότητα μια ρυθμιστική ζώνη εκτόνωσης των πιέσεων, σύμφωνα και με το άρθρο 6 του ν. 3937/2011 για τη βιοποικιλότητα), και δεν εντάσσονται στο δίκτυο Natura 2000 (δεν είναι ΤΚΣ ή ΕΖΔ), καθώς έχουν περισσότερο αγροτικό χαρακτήρα, με μίξη και άλλων χρήσεων και κάλυψης γης, και με κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως φυσικός χώρος με οικολογικές αξίες και προστιθέμενη αξία περιβαλλοντικού οφέλους στο επίπεδο του φυσικού περιβάλλοντος.

Το Άρθρο 6 του νέου νόμου για τη Βιοποικιλότητα (ν. 3937/ 31.03.2011) που επικαιροποιεί και αντικαθιστά το άρθρο 21 του ν. 1650/1986, το οποίο καθορίζει τους όρους και τις διαδικασίες χαρακτηρισμού προστατευόμενων περιοχών, δεν αφορά τις κατηγορίες προστασίας 4.1 (Ειδικές Ζώνες Διατήρησης) και 4.2 (Ζώνες Ειδικής Προστασίας), καθώς η ένταξή τους στο δίκτυο Natura 2000 αποτελεί αντικείμενο αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Συγκεκριμένα, οι διαδικασίες χαρακτηρισμού ανά κατηγορία προστασίας είναι οι εξής:

Περιοχές απόλυτης προστασίας της φύσης: Χαρακτηρίζονται με προεδρικό διάταγμα, σε εφαρμογή Ειδικής Περιβαλλοντικής Μελέτης (ΕΠΜ).

ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΟΣΦΑΤΗ ή ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΕΙΔΙΚΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΤΟ ΟΡΟΣ ΥΜΗΤΤΟΣ (Τόπος Κοινοτικής Σημασίας GR3000015); στην οποία:

α) να στηρίζεται το εν λόγω ΠΔ προστασίας και η οριοθέτηση της ζώνης απόλυτης προστασίας του Υμηττού;
β) να τεκμηριώνεται η ένταξή του σε περιοχή απόλυτης προστασίας της φύσης;
γ) να τεκμηριώνεται επιστημονικά ποιοί τύποι οικοτόπων και ποια είδη της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ ή και άλλοι εθνικού πιθανά ενδιαφέροντος προστατεύονται, αποκαθιστώνται ή αναβαθμίζονται με τη συγκεκριμένη η οριοθέτηση της περιφερειακής ζώνης προστασίας (Ζώνη Β),
δ) να προκύπτει η αναγκαιότητα οριοθέτησης μιας περιφερειακής ζώνης τέτοιου πλάτους σε πεδινές και ημιορεινές-λοφώδεις εκτάσεις στα ριζά του Υμηττού;

Περιοχές προστασίας της φύσης: Χαρακτηρίζονται με προεδρικό διάταγμα, σε εφαρμογή ΕΠΜ.

Αναφερόμενοι στην Περιφερειακή Ζώνη Προστασίας του Υμηττού:

Πότε έχει μεγαλύτερες πιθανότητες και καλύτερες δυνατότητες να παραμείνει σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, να μην υποβαθμιστεί ή να αποκατασταθεί ένας οικότοπος;
• όταν βρίσκεται σε γειτνίαση με έναν εκτεταμένο οικότοπο δημιουργώντας μωσαϊκά πρότυπα διαμόρφωσης της κάλυψης;
• όταν έχει ένα κατακερματισμένο/ πολύ-διασπασμένο χαρακτήρα με παρουσία μικρών κηλίδων στο εσωτερικό καλλιεργούμενων εκτάσεων ή σε έντονα επηρεασμένες από τον άνθρωπο υπο-περιοχές ενός τόπου;


Το πρώτο ζήτημα για την οριοθετημένη ζώνη Β του Υμηττού αφορά την ύπαρξη οικοτόπων της Οδηγίας 92/43 που να χρήζουν αναβάθμισης, αποκατάστασης ή διατήρησης σε ικανοποιητική κατάσταση, στο εσωτερικό της περιφερειακής ζώνης προστασίας. Η αυθαίρετη εν πολλοίς χάραξη των ορίων της ζώνης Β, καθώς δεν είναι σαφή τα κριτήρια της συγκεκριμένης οριοθέτησης, δεν έχει βασιστεί στα πραγματικά-σημερινά δεδομένα του προτύπου χωρικής κατανομής φυσικών, ημι-φυσικών οικοσυστημάτων, αγρο-οικοσυστημάτων και άλλων τεχνητών συστημάτων.

Από μια επίσκεψη ταχείας αποτίμησης της κατάστασης, προκύπτει η διασπασμένη παρουσία σε χαμηλές λοφώδεις εξάρσεις θαμνωδών και προ-δασικών οικοτόπων, ενώ στις πεδινές περιοχές, εφόσον υπάρχουν υπολείμματα φυσικών τύπων οικοτόπων αυτά εντοπίζονται μεταξύ καλλιεργειών ή άλλων χρήσεων και που όπως τεκμηριώνεται παρακάτω είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο να επιτευχθεί η επιβίωση ενός οικοτόπου.

Με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία, η επιβίωση ενός οικοτόπου, η εξασφάλιση ικανοποιητικής κατάστασης διατήρησης, καθώς και η μεγαλύτερη πιθανότητα αντιμετώπισης με δραστικό τρόπο ενδεχόμενης υποβάθμισής του είναι όταν ο εν λόγω οικότοπος βρίσκεται στο εσωτερικό ενός εκτεταμένου τύπου οικοτόπου-ομπρέλα ο οποίος μάλιστα διαχειρίζεται με βάση τις αρχές της δασολογικής επιστήμης, εφόσον είναι για παράδειγμα δημόσιο δάσος ή με βάση τις αρχές της οικολογίας διαχείρισης και διατήρησης. Η προστασία και διαχείριση του εν λόγω οικοτόπου-ομπρέλα εγγυάται αυτόματα την προστασία και διατήρηση σε ικανοποιητικό επίπεδο των δομών και λειτουργιών και άλλων οικοτόπων που βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση.

Η κατάτμηση ενός τύπου οικοτόπου (habitat fragmentation), που σημαίνει μερική ανθρωπογενή καταστροφή φυσικού ενδιαιτήματος (π.χ. μετατροπή σε γεωργική έκταση), με αποτέλεσμα τον περιορισμό του σε μικρότερα μη συνεχή τεμάχια, αυξάνει τον κίνδυνο εξαφάνισης ειδών που ενδιαιτούν στον εν λόγω οικότοπο λόγω μειωμένης επικοινωνίας των πληθυσμών τους (CABEZA & MOILANEN 2001).


Όσον αφορά το αποτέλεσμα της διαχείρισης με σκοπό τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και στην ανάδειξη του Τόπου Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ) Natura 2000: «Όρος Υμηττός», όταν πλέον μετατραπεί σε Ειδική Ζώνη Διατήρησης (ΕΖΔ), και που συμπίπτει εν πολλοίς με τα όρια της Ζώνης Α απόλυτης προστασίας είναι εξασφαλισμένο, καθώς αποτελεί τον εκ των προτέρων δεδομένο σκοπό της ίδρυσης και λειτουργίας της περιοχής και του φορέα διαχείρισης που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι το τοπικό δασαρχείο.


Που έχει μεγαλύτερες πιθανότητες και καλύτερες δυνατότητες να παραμείνει σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, να μην υποβαθμιστεί ή να αποκατασταθεί ένας οικότοπος;
• Σε μια μεγάλης έκτασης περιοχή;
• Σε μιας μικρής έκταση περιοχή;

Όλες οι μέθοδοι σχεδιασμού οικολογικών δικτύων, αλλά και της οριοθέτησης περιοχών του δικτύου Natura 2000 στοχεύουν στην αποτελεσματικότερη διατήρηση της βιοποικιλότητας με το μικρότερο δυνατό κόστος. Το επιστημονικό πρόβλημα διατυπώνεται διττά ως εξής (CABEZA & MOILANEN 2001):
(α) Πρόβλημα ελάχιστης έκτασης (minimum area problem): Στόχος είναι η αντιπροσώπευση των ειδών και τύπων οικοτόπων Ν φορές, όπου Ν προκαθορισμένος αριθμός, στην ελάχιστη δυνατή έκταση ενός δικτύου ή μιας περιοχής (Τόπος Κοινοτικής Σημασίας), ή με το ελάχιστο δυνατό κόστος.
(β) Πρόβλημα μέγιστης κάλυψης (maximum coverage problem): Στόχος είναι η μεγιστοποίηση της αντιπροσώπευσης των οικοτόπων και των ειδών σε μια περιοχή (Τόπος Κοινοτικής Σημασίας) και σε ένα δίκτυο περιοχών προκαθορισμένης έκτασης ή εντός προκαθορισμένου κόστους.

Επειδή η γνώση μας όσον αφορά στα πληθυσμιακά χαρακτηριστικά των ειδών περιορίζεται συνήθως σε ελάχιστα είδη μεγάλων θηλαστικών ή πουλιών και επειδή απαιτείται τεράστια υπολογιστική δύναμη για την ταυτόχρονη εφαρμογή πληθυσμιακών μοντέλων για όλους τους τύπους οικοτόπων, αλλά και για τα είδη-στόχους, που ξεφεύγει από τους στόχους της παρούσας ταχείας εκτίμησης της κατάστασης τίθεται συνήθως αυθαίρετα ο αριθμός Ν, κοινός για όλα τα είδη και τους τύπους οικοτόπων.

Στο δεύτερο πρόβλημα τίθεται αυθαίρετα η επιφάνεια την οποία καλούμαστε να προστατέψουμε. Είναι αρκετό το 1% ή το 10% της έκτασης μιας περιοχής (Τόπου Κοινοτικής Σημασίας), μιας χώρας ή γενικότερα του Πλανήτη για να διατηρήσουμε αποτελεσματικά και σε μακροχρόνια βάση τη βιοποικιλότητα και τη φυσική λειτουργία των οικοσυστημάτων; Συνήθως αυτό το ποσοστό προαποφασίζεται πολιτικά και οι βιολόγοι διατήρησης καλούνται να μεγιστοποιήσουν τη διατήρηση της βιοποικιλότητας εντός αυτού.

Αναφερόμενοι σε πρόσφατα παραδείγματα της διεθνούς βιβλιογραφίας, ως προς το θέμα μεγάλες ή μικρές προστατευόμενες περιοχές για αποτελεσματική προστασία τύπων οικοτόπων και ειδών, θα διαπιστώσουμε ότι οι περισσότερες ερευνητικές εργασίες μελετούν είδη. Διαπιστώσεις από ενδεικτικές εργασίες της τελευταίας 10ετίας ή 15ετίας αναφέρονται στη συνέχεια:
• MAIORANO et al. (2008): μια από τις κύριες απειλές που αντιμετωπίζουν οι προστατευόμενες περιοχές είναι η αλλαγή των χρήσεων γης και η απώλεια οικοτόπων, αλλά φτάνουν στο συμπέρασμα ότι η πλειοψηφία των πάρκων είναι αποτελεσματικά ως προς την προστασία των οικοσυστημάτων εντός των ορίων τους, ακόμη και σε περιοχές που χαρακτηρίζονται από σημαντικές πιέσεις για αλλαγή χρήσεων γης. Η ικανότητα των προστατευόμενων περιοχών στην επιβράδυνση της υποβάθμισης των οικοτόπων και στην ευνόηση της αποκατάστασης οικοτόπων σχετίζεται σαφώς με το μέγεθός τους, με τις μικρότερες περιοχές να ακολουθούν το κυρίαρχο μοντέλο αλλαγής των χρήσεων γης στο οποίο εντάσσονται. Οι οικότοποι δεν μπορούν να είναι βιώσιμοι μακροπρόθεσμα, όταν αποτελούν «νησίδες» που περιβάλλονται από έναν «ωκεανό που κυριαρχείται από ανθρώπινες δραστηριότητες».
• VIROLAINEN et al. (1998): Βασιζόμενοι στον πλούτο, στην ταξινομική ποικιλότητα και στη σπανιότητα των αγγειόσπερμων φυτικών ειδών σε τέλματα με ερυθρελάτη και πεύκα, εστιάζουν την προσοχή τους σε δύο κύριες αρχές: α) αν ένα μεγάλο απόθεμα ή αρκετά μικρά περιλαμβάνουν περισσότερα είδη, β) εξετάζουν το σχήμα του χωρίου ή κηλίδας (patch). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο αριθμός των ειδών δεν συσχετίζονταν με το μέγεθος (επιφάνεια που καταλαμβάνει) του τέλματος με ερυθρελάτη, αλλά ο αριθμός τους αυξάνεται με το μέγεθος του τέλματος με πεύκα. Ο πλούτος των ειδών, η σπανιότητα και η ταξινομική ποικιλότητα δεν συσχετίζονται με το σχήμα του εξεταζόμενου κάθε φορά τέλματος.

Πολλά μικρά τέλματα είναι πιο σημαντικά από ένα μεγάλο και ενιαίο ίδιου μεγέθους, όπως έδειξε η σύγκριση SLOSS (single large or several small), καθώς εμπεριέχουν περισσότερα είδη φυτών.

Η “βιωσιμότητα¨ ως αρχή διαχείρισης των Προστατευόμενων Περιοχών

Η διαχείριση περιοχών ιδιαίτερης οικολογικής σημασίας αποτελεί σήμερα ένα ζήτημα υψηλής προτεραιότητας για τις εθνικές περιβαλλοντικές στρατηγικές. Παράλληλα όμως γίνεται εμφανής η αδυναμία των κρατικών και μη κυβερνητικών φορέων να πείσουν τις εμπλεκόμενες κοινωνικές ομάδες για την αναγκαιότητα και το ωφέλιμο της προστασίας των περιοχών αυτών, ενόψει μάλιστα εντεινόμενων πιέσεων για εναλλακτικές χρήσεις τους.

Η διαρκής αναζήτηση αποτελεσματικότερων διαχειριστικών πρακτικών οδηγεί σήμερα την περιβαλλοντική πολιτική στην ΕΕ, τον ΟΟΣΑ, αλλά και τις εθνικές πολιτικές σε μια αναθεώρηση της βασικής της φιλοσοφίας. Κεντρικός μοχλός της αναθεώρησης αυτής αποτελεί η σύζευξη των οικολογικών, κοινωνικών και οικονομικών παραμέτρων της διαχείρισης των φυσικών περιοχών, η εφαρμογή δηλαδή των αρχών της βιώσιμης ανάπτυξης.

Πέντε είναι οι βασικοί παράγοντες που καθορίζουν τη βιωσιμότητα διαχείρισης:
• η λειτουργικότητα (όπως αυτή σε συγκεκριμένο βαθμό διαμορφώνεται από τους συστατικούς φορείς που απαρτίζουν τη δομή που έχει την ευθύνη διαχείρισης),
• το οργανωτικό σχήμα και η εντός αυτού κατανομή ρόλων και αρμοδιοτήτων,
• η διασφάλιση ή μη επαρκούς και συνεχούς χρηματοδότησης της λειτουργίας του
• το αποτέλεσμα της διαχείρισης στη διατήρηση της βιοποικιλότητας και στην ανάδειξη της περιοχής Natura 2000 (ο εκ των προτέρων δεδομένος σκοπός της ίδρυσης και λειτουργίας της περιοχής και του φορέα διαχείρισης),
• ο αντίκτυπος του αποτελέσματος στην τοπική και στην ευρύτερη της περιοχής Natura 2000 κοινωνία και στα όργανα και τις κοινωνίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


Έχοντας λάβει υπόψη ότι:

Α) το σύνολο του κυρίως ορεινού όγκου του Υμηττού αποτελεί Τόπο Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ) στο πλαίσιο του δικτύου Natura 2000. Ο εν λόγω ΤΚΣ με την εφαρμογή Διαχειριστικού Σχεδίου θα μετατραπεί σε Ειδική Ζώνη Διατήρησης (ΕΖΔ), διαδικασία που με βάση την Ευρωπαϊκή νομοθεσία θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το 2012-2013. Το σύνολο του κυρίως ορεινού όγκου έχει ενταχθεί στη Ζώνη Α (περιοχή απόλυτης προστασίας της φύσης) με βάση το ΠΔ για την προστασία του Υμηττού,

Β) οι υπόλοιπες πεδινές και ημιορεινές περιοχές που ουσιαστικά βρίσκονται στα ριζά του Υμηττού, εντάσσονται στη Ζώνη Β (περιφερειακή ζώνη προστασίας, που είναι στην πραγματικότητα μια ρυθμιστική ζώνη εκτόνωσης των πιέσεων, σύμφωνα και με το άρθρο 6 του ν. 3937/2011 για τη βιοποικιλότητα), και δεν εντάσσονται στο δίκτυο Natura 2000 (δεν είναι ΤΚΣ ή ΕΖΔ), καθώς έχουν περισσότερο αγροτικό χαρακτήρα, με μίξη και άλλων χρήσεων και κάλυψης γης, και με κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως φυσικός χώρος με οικολογικές αξίες και προστιθέμενη αξία περιβαλλοντικού οφέλους στο επίπεδο του φυσικού περιβάλλοντος.

Συνοψίζουμε ως εξής:

Το αποτέλεσμα της διαχείρισης με σκοπό τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και την ανάδειξη του Τόπου Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ) Natura 2000: «Όρος Υμηττός», όταν πλέον μετατραπεί σε Ειδική Ζώνη Διατήρησης (ΕΖΔ), και που συμπίπτει εν πολλοίς με τα όρια της Ζώνης Α απόλυτης προστασίας είναι εξασφαλισμένο, καθώς αποτελεί τον εκ των προτέρων δεδομένο σκοπό της ίδρυσης και λειτουργίας της περιοχής και του φορέα διαχείρισης που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι το τοπικό δασαρχείο.
Η νέα οριοθέτηση της περιοχής του Υμηττού, ως προς τη ζώνη Β (περιφερειακή ζώνη προστασίας), δεν έχει λάβει υπόψη της επιστημονικά κριτήρια που να μην μπορούν να αμφισβητηθούν ως προς την ορθότητά τους, ως προς τη στόχευσή τους, την ορθή αποτύπωση στο χώρο στη βάση των σημερινών δεδομένων διαχρονικής εξέλιξης των χρήσεων και της κάλυψης γης, και δεν έχει βασιστεί καν στην αντίληψη διαχείρισης και βιώσιμης ανάπτυξης στις περιοχές του δικτύου Natura 2000 και τις γειτνιάζουσες με αυτές ως πρότυπο αειφορικής ανάπτυξης και στην περιοχή του Υμηττού, σύμφωνα με την οποία:
• σκοπός στις προστατευόμενες περιοχές του δικτύου Natura 2000 είναι η εξασφάλιση ικανοποιητικής κατάστασης διατήρησης, ανόρθωσης ή αποκατάστασης των τύπων οικοτόπων και των ενδιαιτημάτων των πληθυσμών των ειδών της Οδηγίας 92/43/ΕΕ, με την ιδιαίτερη έμφαση να δίνεται στους κινδυνεύοντες με εξαφάνιση οικοτόπους και είδη (προτεραιότητας),
• σκοπός δεν είναι η δημιουργία αυστηρών φυσικών αποθεμάτων όπου απαγορεύονται οι ανθρώπινες δραστηριότητες,
• βασική αρχή είναι ότι ο άνθρωπος έχει ένα ενεργητικό ρόλο να παίξει, και αναγνωρίζεται πλέον η συμβολή του στην αύξηση της βιοποικιλότητας,
• τα βασικά εργαλεία της διαχείρισης των περιοχών του δικτύου NATURA 2000 είναι η παρακολούθηση, η ενημέρωση, η διαβούλευση και η συναίνεση,

Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι:
α) η σύγχρονη αντίληψη που επικρατεί για τις περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί ως προστατευόμενες είναι ότι δεν θα πρέπει να θεωρούνται νησίδες απομονωμένες από το ευρύτερο γεωγραφικό, φυσικό και κοινωνικό τους περιβάλλον. Αντίθετα, πρόκειται για περιοχές στις οποίες πρέπει να διασφαλιστεί η προστασία της βιοποικιλότητας, σε συνδυασμό όμως με τη διατήρηση των χαρακτηριστικών των τοπικών κοινωνιών, αλλά και την ορθολογική οικονομική μεγέθυνση και αναδιανομή των τοπικών εισοδημάτων.
β) Ένας από τους στόχους της διαχείρισης μιας προστατευόμενης περιοχής είναι και η στήριξη συγκεκριμένων οικονομικών- κοινωνικών δραστηριοτήτων συμβατών με το περιβάλλον που αξιοποιούν τους περιβαλλοντικούς πόρους στο πλαίσιο της τοπικής βιώσιμης ανάπτυξης. Με τον τρόπο αυτό η περιβαλλοντική διαχείριση αποκτά και έναν σαφή εναλλακτικά αναπτυξιακό χαρακτήρα. Έναν αναπτυξιακό χαρακτήρα μίας άλλης ποιότητας που δεν έχει καμία σχέση με τον παραδοσιακό τρόπο «ανάπτυξης».
γ) Οι προστατευόμενες περιοχές παρουσιάζουν ιδιομορφίες και ένα σπάνιο πλούτο ιδιαιτεροτήτων που δεν οφείλεται μόνο στη βιοποικιλότητα τους, αλλά και στις ιδιαίτερες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στην κάθε περιοχή. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι συνθήκες αυτές δεν είναι αμετάβλητες. Τόσο οι περιβαλλοντικές συνθήκες αλλά κυρίως οι κοινωνικο-οικονομικές μπορούν να παρουσιάσουν μεγάλες διαφοροποιήσεις κατά τη διάρκεια του χρόνου.
δ) Τα αποτελέσματα της διαχείρισης των προστατευομένων περιοχών θα πρέπει να καρπωθούν πρώτα και κύρια οι τοπικοί πληθυσμοί. Ιδιαίτερα όταν επιλέγονται αποκεντρωτικές πολιτικές δεν μπορούν αυτές να νοηθούν χωρίς τη παρουσία και τη συμμετοχή των τοπικών πληθυσμών. Η συμμετοχή των πολιτών στον σχεδιασμό, λήψη απόφασης και τον έλεγχο των σχετικών πολιτικών δεν είναι απλώς ένα «δικαίωμα» αλλά ουσιαστική και αποτελεσματική λειτουργία.

Προτείνεται:
1. Η οικολογική αξιολόγηση της περιφερειακής ζώνης προστασίας (ζώνη Β) με επιστημονικά κριτήρια ως τους οικοτόπους και τα είδη και με βάση τις αρχές βιώσιμης διαχείρισης των φυσικών πόρων
2. Η χαρτογραφική αποτύπωση των σημαντικών οικολογικά θυλάκων άγριας ζωής στην περιφερειακή ζώνη προστασίας,
3. Η χαρτογραφική αποτύπωση της διαχρονικής εξέλιξης της κάλυψης και των χρήσεων γης στην περιφερειακή ζώνη προστασίας,
4. Η κοινωνική αποτίμηση των μεταβολών, ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή συνεννόηση με τους τοπικούς πληθυσμούς, και από τη μια να γίνει δυνατή η οριοθέτηση μιας ζώνης εκτόνωσης των πιέσεων και ανθρωπογενών δραστηριοτήτων και από την άλλη με ειλικρινείς στοχεύσεις να πειστούν οι πολίτες για την αναγκαιότητα εναρμόνισης των χρήσεων τους με τη βιώσιμη διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος.

Παναγιώτης Διον. Δημόπουλος
Καθηγητής Οικολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

20 Ιουνίου 2011