ΚΥΡΙΑΚΗ 5/5/2024

ΣΗΜΕΡΑ ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΝ

ΑΘΗΝΑ

BEST OF

ΒΡΙΣΚΕΣΤΕ ΕΔΩ: BEST OF

3/10/2013

Tης γιαγιάς τα παραμύθια

Tης γιαγιάς τα παραμύθια

Η Κάλλια Καστάνη θυμάται το μοναδικό μεγάλο παραμύθι που της είχε πει η γιαγιά της. Τόσο παλιό, μα τόσο επίκαιρο.


Για να πω την αλήθεια, ο τίτλος είναι παραπλανητικός. Η γιαγιά μου δεν μου είπε παραμύθια. Ποτέ. Υποψιάζομαι πως δεν ήξερε κιόλας, αν και το πιθανότερο είναι πως αυτή η γιαγιά – μια ήσυχη, δυνατή, λιγόλογη και τρομερή Λάκαινα, με ίσια, σφιχτά χείλια και ακόμα πιο σφιχτοδεμένο κότσο – εκτιμούσε περισσότερο την πραγματικότητα.


Ήταν λες κι όλα πάνω της φώναζαν "αλήθεια". Τα μάτια της, πρώτα απ' όλα - μάτια μικρά, θαρραλέα και ζωηρά, δυό φώτα που στηλώνονταν πάνω σου, τρύπωναν στο κεφάλι, στο μυαλό, κάτω απ'τα ρούχα σου, γύριζαν τις τσέπες σου ανάποδα. Κανένα από τα εγγόνια της δεν τολμούσε να περιγελάσει τη γιαγιά, ούτε καν μ' εκείνα τα αθώα, τερατώδη ψέματα, που συνηθίζουν και ξεφουρνίζουν τα παιδιά, όταν κάνουν κάτι ασήμαντο, π.χ. ρίξουν ένα βάζο ή μπουν με παπούτσια όλο λάσπες στο σπίτι. Δεν υπήρχε λόγος. Ό,τι και να έκανες η γιαγιά το έβλεπε, το ήξερε με βεβαιότητα, στέρεη και βαριά σαν το κορμί της – κορμί γυναίκας του χωριού, που άπλωνε κλαδιά, πόδια, ρίζες στο χώμα. Η μόνη της "παραχώρηση" στο υπερφυσικό, ήταν μια ιστορία για νεράιδες που μπαίνουν στα σπίτια τις νύχτες και παίρνουν τη μιλιά των μικρών, πολυλογάδικων παιδιών – θυμάμαι να μας τη λέει τα βράδια του καλοκαιριού, που ξαπλώναμε σε κρεβάτια και στρώματα παραδίπλα της και της παίρναμε τ' αυτιά με αστεία, κρυφογελάκια και ψιθυρίσματα. Πάντα έπιανε το κόλπο, γιατί μετά τρομάζαμε, ησυχάζαμε και στηλώναμε μάτια και αυτιά στο ανοιχτό παράθυρο- τώρα τι ήταν αυτό που κουνήθηκε, κουρτίνα τάχα ή νεράιδα; Τη γιαγιά την έπαιρνε ο ύπνος.


Φορούσε πάντα μαύρα, κι ας πήγαιναν πολλά χρόνια από τότε που είχε χάσει τον παππού, και είχε μείνει μόνη της, με δυό μωρά – νέα, χήρα αλλά πολύ περήφανη και φοβισμένη μην τύχει και "δώσει δικαιώματα" στο χωριό. Τότε έβαλε τα μαύρα κι έσφιξε για πρώτη φορά τα χείλια. Θα τα ΄βγαλε πιο μετά, αργότερα όμως "έφυγε" κι ο θείος, στα 45 του, οπότε πια η γιαγιά τέλειωσε με τα χρώματα. Και με τα παραμύθια. Όλα μαύρα από κει και πέρα. Μαύρα φουστάνια και μαντίλια και μποξάδες και μαύρα σκούρα καλσόν, που έκρυβαν τις πληγές από τον "φλεβίτη" που την ταλαιπωρούσε στο δεξί της πόδι.


Μόνο τα χέρια της ξέφευγαν από τη μαυρίλα. Μακριά χέρια, γαλακτερά και κρεατωμένα. Χέρια της αγκαλιάς. Έφτιαχνε μαγικά πράγματα μ' αυτά – φαγητά λαδερά και πίτες ζυμαρένιες αξέχαστες και τις πιο νόστιμες τηγανιτές πατάτες που έχεις φάει ποτέ, κριτσανιστές και ούτε μια στάλα λαδερές. Και χυλοπίτες ή τραχανάδες σπιτικούς που τους άπλωνε πάνω σε σεντόνια, κρεβάτια, τραπέζια και ξύλινους σοφράδες και μύριζε όλο το σπίτι στο Μιστρά, αλεύρι και ξινόγαλα. Σεμεδάκια όχι – δεν έβλεπε μάλλον, ή μπορεί και να βαριόταν – αλλά υπέροχα χαλάκια εξώπορτας, που τα σκάρωνε κόβοντας λωρίδες τις πλαστικές σακούλες του σούπερ μάρκετ και δένοντάς τες μεταξύ τους και πλέκοντας μετά το παράξενο, πολύχρωμο "νήμα" με το βελονάκι. Αυτά τα χαλάκια που "φύτρωναν" ολοχρονίς στις πιο απίθανες γωνιές του σπιτιού, ήταν η αποθέωση του δικού της γιαγιαδίστικου πνεύματος οικιακής οικονομίας και ηθικής της εργασίας. Αυτά και οι συμβουλές της: "δεν πετάμε τίποτα", "όλα έχουν τη χρεία τους", "όλοι δουλεύουμε και βοηθάμε", "συγύρισε το κρεβάτι σου, τι νοικοκυρά θα γίνεις αύριο", "το τυρί δεν είναι για χόρταση, το προσφαϊζουμε", "φάε το ψωμί σου, ντροπή να πάει στα σκουπίδια". Ήξερε αυτή. Δυό παιδιά είχε μεγαλώσει μόνη της, στην Κατοχή.


Τώρα που το σκέφτομαι, δεν θυμάμαι τι ψήφιζε η γιαγιά Καλλιόπη. Δεξιά μάλλον – κρατούσε άλλωστε από συντηρητική οικογένεια και υποψιάζομαι πως ήταν και κρυφοκαραμανλική – αν και ποτέ δεν της έπαιρνες κουβέντα για τα πολιτικά. Το πολύ πολύ, άμα τη ρωτούσες, να χαμήλωνε τα γυαλιά της, να 'σφιγγε κι άλλο τα χείλη και να πετούσε την σούπερ φράση- πασπαρτού: "Ό, τι είναι καλό για τον τόπο παιδάκι μου". Πίστευε, βλέπεις, ακράδαντα πως όλοι οι άνθρωποι στις δημόσιες θέσεις, υπουργοί, πολιτικάντηδες και βουλευτές, κομματάρχες, δικαστές, αστυνόμοι και λοιποί πορεύονται με βάση μόνο το κοινό καλό. Ότι όλοι μοιράζονται το ίδιο υψιπετές, φωτεινό όραμα μιας ιδανικής πολιτείας. Ότι έχουν γνώση, ήθος, καλοσύνη, αξιοπρέπεια και μπέσα.


Κι αυτό, τελικά, ήταν το μόνο παραμύθι που μου είπε η γιαγιά μου.




* Γραμμένο με αφορμή την Ημέρα της Τρίτης Ηλικίας και την παρακμή μιας χώρας κι ενός πολιτικού συστήματος, που δεν μπορεί πια να κρύψει τις ρυτίδες του… (Γιαγιά, μου λείπεις…)




πηγή. news247.gr